3,244,115
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κᾰκότεχνος:''' -ον ([[τέχνη]]), αυτός που χρησιμοποιεί δόλια τεχνάσματα, [[πονηρός]], [[πανούργος]], [[δόλιος]], [[κατεργάρης]], [[δόλος]], σε Ομήρ. Ιλ.· ανώμ. συγκρ. <i>-τεχνέστερος</i>, όπως αν προερχόταν από το [[κακοτεχνής]], σε Λουκ. | |lsmtext='''κᾰκότεχνος:''' -ον ([[τέχνη]]), αυτός που χρησιμοποιεί δόλια τεχνάσματα, [[πονηρός]], [[πανούργος]], [[δόλιος]], [[κατεργάρης]], [[δόλος]], σε Ομήρ. Ιλ.· ανώμ. συγκρ. <i>-τεχνέστερος</i>, όπως αν προερχόταν από το [[κακοτεχνής]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰκότεχνος:''' <b class="num">1)</b> коварный, мошеннический, нечестный ([[δόλος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> распущенный, непристойный (τέχναι Sext.; ᾠδαί Plut.; [[κίνημα]] Anth.). | |||
}} | }} |