Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κακότεχνος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκότεχνος:''' -ον ([[τέχνη]]), αυτός που χρησιμοποιεί δόλια τεχνάσματα, [[πονηρός]], [[πανούργος]], [[δόλιος]], [[κατεργάρης]], [[δόλος]], σε Ομήρ. Ιλ.· ανώμ. συγκρ. <i>-τεχνέστερος</i>, όπως αν προερχόταν από το [[κακοτεχνής]], σε Λουκ.
|lsmtext='''κᾰκότεχνος:''' -ον ([[τέχνη]]), αυτός που χρησιμοποιεί δόλια τεχνάσματα, [[πονηρός]], [[πανούργος]], [[δόλιος]], [[κατεργάρης]], [[δόλος]], σε Ομήρ. Ιλ.· ανώμ. συγκρ. <i>-τεχνέστερος</i>, όπως αν προερχόταν από το [[κακοτεχνής]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκότεχνος:''' <b class="num">1)</b> коварный, мошеннический, нечестный ([[δόλος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> распущенный, непристойный (τέχναι Sext.; ᾠδαί Plut.; [[κίνημα]] Anth.).
}}
}}