κατακρατέω: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατακρᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υπερισχύω]], [[υπερτερώ]], <i>τινός</i>· απόλ., [[υπερισχύω]], επιβάλλομαι, [[κυριαρχώ]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· λέγεται για όνομα, [[επικρατώ]], [[γίνομαι]] [[αποδεκτός]], καθιερώνομαι, [[ισχύω]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κατακρᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υπερισχύω]], [[υπερτερώ]], <i>τινός</i>· απόλ., [[υπερισχύω]], επιβάλλομαι, [[κυριαρχώ]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· λέγεται για όνομα, [[επικρατώ]], [[γίνομαι]] [[αποδεκτός]], καθιερώνομαι, [[ισχύω]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατακρᾰτέω:''' <b class="num">1)</b> одолевать, побеждать (τινος Arst., Polyb.): τῷ οὐνόματι κ. Her. получать перевес в имени (о р. Пеней, которая одна сохраняет свое название после слияния с другими реками);<br /><b class="num">2)</b> овладевать, владеть (τῆς Ἑλληνικῆς διαλέκτου Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> преодолевать, сдерживать, подавлять (διὰ [[βάρος]] τὸν τῆς ζέσεως ἐπιπολασμόν Arst.; ὀργῆς Plut.);<br /><b class="num">4)</b> усваивать, переваривать (τὰς τῶν σίτων τροφὰς καὶ ποτῶν Plat.).
}}
}}