Anonymous

κατακρατέω: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être le plus fort, prévaloir, l’emporter.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κρατέω]].
|btext=-ῶ :<br />être le plus fort, prévaloir, l’emporter.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κρατέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατακρᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υπερισχύω]], [[υπερτερώ]], <i>τινός</i>· απόλ., [[υπερισχύω]], επιβάλλομαι, [[κυριαρχώ]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· λέγεται για όνομα, [[επικρατώ]], [[γίνομαι]] [[αποδεκτός]], καθιερώνομαι, [[ισχύω]], σε Ηρόδ.
}}
}}