κατουλάς: Difference between revisions

2b
(20)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατουλάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> σκοτεινή («[[ἐπεύχομαι]] δὲ νυκτὶ τῇ κατουλάδι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> καταστρεπτική, ολέθρια («νὺξ ἐφόβει, τὴν πέρ τε κατουλάδα κικλήσκουσι, νύκτ' ὀλοήν», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οὐλάς]] (<span style="color: red;"><</span> [[οὖλος]] (II) «[[πυκνός]]». Η μεταγενέστερη σημ. «ολέθρια» προέκυψε πιθ. από παρετυμολογική [[σύνδεση]] με το [[οὖλος]] (III) «[[ολέθριος]]»].
|mltxt=[[κατουλάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> σκοτεινή («[[ἐπεύχομαι]] δὲ νυκτὶ τῇ κατουλάδι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> καταστρεπτική, ολέθρια («νὺξ ἐφόβει, τὴν πέρ τε κατουλάδα κικλήσκουσι, νύκτ' ὀλοήν», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οὐλάς]] (<span style="color: red;"><</span> [[οὖλος]] (II) «[[πυκνός]]». Η μεταγενέστερη σημ. «ολέθρια» προέκυψε πιθ. από παρετυμολογική [[σύνδεση]] με το [[οὖλος]] (III) «[[ολέθριος]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''κατουλάς:''' άδος adj. f одетая тьмой, темный ([[νύξ]] Soph.).
}}
}}