Anonymous

κατουλάς: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_4)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατουλάς''': -άδος, ἡ, ἡ κατακαλύπτουσα (σκοτεινή), (ὡς «κατίλλουσα καὶ κατείργουσα» Φώτ.), νὺξ Σοφ. Ἀποσπ. 383, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1695 (ἐκ τοῦ [[κατείλλω]] ἢ -είλω, ὡς τὸ [[ἐξούλης]] ἐκ τοῦ [[ἐξείλλω]]), Φώτ.
|lstext='''κατουλάς''': -άδος, ἡ, ἡ κατακαλύπτουσα (σκοτεινή), (ὡς «κατίλλουσα καὶ κατείργουσα» Φώτ.), νὺξ Σοφ. Ἀποσπ. 383, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1695 (ἐκ τοῦ [[κατείλλω]] ἢ -είλω, ὡς τὸ [[ἐξούλης]] ἐκ τοῦ [[ἐξείλλω]]), Φώτ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατουλάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> σκοτεινή («[[ἐπεύχομαι]] δὲ νυκτὶ τῇ κατουλάδι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> καταστρεπτική, ολέθρια («νὺξ ἐφόβει, τὴν πέρ τε κατουλάδα κικλήσκουσι, νύκτ' ὀλοήν», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οὐλάς]] (<span style="color: red;"><</span> [[οὖλος]] (II) «[[πυκνός]]». Η μεταγενέστερη σημ. «ολέθρια» προέκυψε πιθ. από παρετυμολογική [[σύνδεση]] με το [[οὖλος]] (III) «[[ολέθριος]]»].
}}
}}