κῆται: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῆται:''' συνηρ. από το [[κέηται]], γʹ ενικ. υποτ. του [[κεῖμαι]].
|lsmtext='''κῆται:''' συνηρ. από το [[κέηται]], γʹ ενικ. υποτ. του [[κεῖμαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''κῆται:''' эп. (= [[κέηται]]) 3 л. sing. conjct. к [[κεῖμαι]].
}}
}}