Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
contr. de κέηται.
κῆται: эп. (= κέηται) 3 л. sing. conjct. к κεῖμαι.
κῆται: ὑποτακτ. τοῦ κεῖμαι, ὃ ἴδε.
see κεῖμαι.
κῆται: συνηρ. από το κέηται, γʹ ενικ. υποτ. του κεῖμαι.