κονιστικός: Difference between revisions

3
(21)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κονιστικός]], -ή, όν (Α) [[κονίω]]<br />(για πτηνά) αυτός που του αρέσει να κυλιέται ή να κάθεται στη [[σκόνη]].
|mltxt=[[κονιστικός]], -ή, όν (Α) [[κονίω]]<br />(για πτηνά) αυτός που του αρέσει να κυλιέται ή να κάθεται στη [[σκόνη]].
}}
{{elru
|elrutext='''κονιστικός:''' любящий валяться (кататься) в песке ([[ὄρνις]] Arst.).
}}
}}