3,277,002
edits
(6_10) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κονιστικός''': -ή, -όν, εὐαρεστούμενος νὰ κυλίηται ἢ κάθηται ἐν τῇ κόνει, ἐπὶ πτηνῶν, ἀντίθετ. τῷ λοῦσται, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 10. | |lstext='''κονιστικός''': -ή, -όν, εὐαρεστούμενος νὰ κυλίηται ἢ κάθηται ἐν τῇ κόνει, ἐπὶ πτηνῶν, ἀντίθετ. τῷ λοῦσται, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 10. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κονιστικός]], -ή, όν (Α) [[κονίω]]<br />(για πτηνά) αυτός που του αρέσει να κυλιέται ή να κάθεται στη [[σκόνη]]. | |||
}} | }} |