3,274,447
edits
(5) |
(3) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κωφός:''' -ή, -όν (κόπ-τω), ριζική [[σημασία]],<br /><b class="num">I.</b> [[αμβλύς]], εξασθενημένος, [[ανίσχυρος]], [[ανόητος]]· κωφὸν [[βέλος]], το στομωμένο, αδύνατο [[βέλος]], αντίθ. προς το [[ὀξύ]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ.,<br /><b class="num">1.</b> [[βουβός]], [[άλαλος]], <i>κύματι κωφῷ</i>, με [[κύμα]] αθόρυβο, βουβό, δηλ. που δεν έχει «σκάσει», στο ίδ.· <i>κωφὴν γαῖαν ἀεικίζει</i>, ατιμάζει την άλαλη, αμίλητη γη, στο ίδ.· τὰ μὲν ἄλλα [[ἔσκε]] κωφά, τα υπόλοιπα μέρη του εδάφους που παράγουν εξασθενημένους ήχους, αντίθ. προς τον υπόκωφο ήχο των τμημάτων του εδάφους που είναι κοίλα ή κούφια (δηλ. με σπηλιές), σε Ηρόδ.· ὁ κ. [[λιμήν]], πιθ. η [[ακτή]] της Μουνιχίας, αντίθ. προς τον θορυβώδη Πειραιά, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[μετά]] τον Όμηρ., λέγεται για τους άνδρες, [[βουβός]], [[άλαλος]], Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ.· [[κουφός]] και [[άλαλος]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[κουφός]], Λατ. [[surdus]], σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για το [[μυαλό]], [[ανόητος]], [[κουφός]], [[βραδύνους]], Λατ. [[fatuus]], σε Σοφ.· επίσης [[αναίσθητος]], [[χωρίς]] [[σημασία]], [[ανέκφραστος]], <i>κ. καὶ παλαί' ἔπη</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''κωφός:''' -ή, -όν (κόπ-τω), ριζική [[σημασία]],<br /><b class="num">I.</b> [[αμβλύς]], εξασθενημένος, [[ανίσχυρος]], [[ανόητος]]· κωφὸν [[βέλος]], το στομωμένο, αδύνατο [[βέλος]], αντίθ. προς το [[ὀξύ]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ.,<br /><b class="num">1.</b> [[βουβός]], [[άλαλος]], <i>κύματι κωφῷ</i>, με [[κύμα]] αθόρυβο, βουβό, δηλ. που δεν έχει «σκάσει», στο ίδ.· <i>κωφὴν γαῖαν ἀεικίζει</i>, ατιμάζει την άλαλη, αμίλητη γη, στο ίδ.· τὰ μὲν ἄλλα [[ἔσκε]] κωφά, τα υπόλοιπα μέρη του εδάφους που παράγουν εξασθενημένους ήχους, αντίθ. προς τον υπόκωφο ήχο των τμημάτων του εδάφους που είναι κοίλα ή κούφια (δηλ. με σπηλιές), σε Ηρόδ.· ὁ κ. [[λιμήν]], πιθ. η [[ακτή]] της Μουνιχίας, αντίθ. προς τον θορυβώδη Πειραιά, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[μετά]] τον Όμηρ., λέγεται για τους άνδρες, [[βουβός]], [[άλαλος]], Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ.· [[κουφός]] και [[άλαλος]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[κουφός]], Λατ. [[surdus]], σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για το [[μυαλό]], [[ανόητος]], [[κουφός]], [[βραδύνους]], Λατ. [[fatuus]], σε Σοφ.· επίσης [[αναίσθητος]], [[χωρίς]] [[σημασία]], [[ανέκφραστος]], <i>κ. καὶ παλαί' ἔπη</i>, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κωφός:''' <b class="num">1)</b> тупой ([[βέλος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> с притупившимися чувствами, расслабленный, дряхлый (γέροντες Arph.);<br /><b class="num">3)</b> бесчувственный ([[γαῖα]] Hom.);<br /><b class="num">4)</b> безмолвный, бесшумный, немой ([[κῦμα]] Hom.; [[λιμήν]] Xen.; [[λήθη]] Soph.);<br /><b class="num">5)</b> глухой, тж. глухонемой ([[παῖς]] Her.);<br /><b class="num">6)</b> пустой, бессмысленный (ἔπη Soph.);<br /><b class="num">7)</b> плохо видящий, подслеповатый ([[ὄμμα]] Arst.);<br /><b class="num">8)</b> тупоумный: ὁ πάντα κ. Soph. ничего не смыслящий;<br /><b class="num">9)</b> нелепый, непонятный ([[σκῶμμα]] Plut.). | |||
}} | }} |