λαιμότμητος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λαιμότμητος:''' -ον ([[τέμνω]]), αποκομμένος από τον λαιμό, αυτός που έχει κομμένο τον λαιμό, σε Ευρ.
|lsmtext='''λαιμότμητος:''' -ον ([[τέμνω]]), αποκομμένος από τον λαιμό, αυτός που έχει κομμένο τον λαιμό, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λαιμότμητος:''' <b class="num">1)</b> с перерезанным горлом, т. е. отрубленный ([[κάρα]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> сжимающий горло, сдавленный (ἄχη Arph.).
}}
}}