λαφύκτης: Difference between revisions

3
(22)
(3)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαφύκτης]], ὁ (Α) [[λαφύσσω]]<br />αυτός που καταβροχθίζει άπληστα, [[λαίμαργος]] [[άνθρωπος]].
|mltxt=[[λαφύκτης]], ὁ (Α) [[λαφύσσω]]<br />αυτός που καταβροχθίζει άπληστα, [[λαίμαργος]] [[άνθρωπος]].
}}
{{elru
|elrutext='''λᾰφύκτης:''' ου ὁ обжора, лакомка Arst.
}}
}}