λαφύκτης

From LSJ

τῷ σώματι τελεῖ ἐνοίκιον ἡ ψυχή → the soul pays rent to the body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαφύκτης Medium diacritics: λαφύκτης Low diacritics: λαφύκτης Capitals: ΛΑΦΥΚΤΗΣ
Transliteration A: laphýktēs Transliteration B: laphyktēs Transliteration C: lafyktis Beta Code: lafu/kths

English (LSJ)

λαφύκτου, ὁ, gourmand, Arist.EE1232a16.

German (Pape)

[Seite 19] ὁ, Schlemmer, eigtl. der gierig hinunterschlingt, Prasser, Ath. XI, 485 a, οἱ εἰς τὰς μέθας καὶ τὰς ἀσωτίας πολλὰ ἀναλίσκοντες.

Greek Monolingual

λαφύκτης, ὁ (Α) λαφύσσω
αυτός που καταβροχθίζει άπληστα, λαίμαργος άνθρωπος.

Russian (Dvoretsky)

λᾰφύκτης: ου ὁ обжора, лакомка Arst.