λευκόπους: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λευκόπους:''' ὁ, ἡ, λευκόπουν, τό, αυτός που έχει [[λευκά]] πόδια ή που έχει [[γυμνά]] πόδια, σε Ευρ.
|lsmtext='''λευκόπους:''' ὁ, ἡ, λευκόπουν, τό, αυτός που έχει [[λευκά]] πόδια ή που έχει [[γυμνά]] πόδια, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λευκόπους:''' 2, gen. ποδος с белыми ступнями, т. е. босоногий Eur., Arph.
}}
}}