λευστήρ: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λευστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[λεύω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που λιθοβολεί, [[φονιάς]], σε Ευρ.· σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., [[λευστήρ]], πιθ. [[κάποιος]] που αξίζει να λιθοβοληθεί.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., λευστὴρ [[μόρος]], [[θάνατος]] δια λιθοβολισμού, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''λευστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[λεύω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που λιθοβολεί, [[φονιάς]], σε Ευρ.· σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., [[λευστήρ]], πιθ. [[κάποιος]] που αξίζει να λιθοβοληθεί.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., λευστὴρ [[μόρος]], [[θάνατος]] δια λιθοβολισμού, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''λευστήρ:''' ῆρος adj. состоящий в побиении камнями ([[μόρος]] Aesch.).<br />ῆρος ὁ<br /><b class="num">1)</b> побивающий камнями Eur.;<br /><b class="num">2)</b> мучитель, убийца Her.
}}
}}