λινοθώρηξ: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐνοθώρηξ:''' -ηκος, ὁ, ἡ, Αττ. [[λινοθώραξ]], -ᾶκος, αυτός που φοράει λινό θώρακα, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.
|lsmtext='''λῐνοθώρηξ:''' -ηκος, ὁ, ἡ, Αττ. [[λινοθώραξ]], -ᾶκος, αυτός που φοράει λινό θώρακα, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐνοθώρηξ:''' ηκος adj. одетый в льняной панцырь Hom., Xen.
}}
}}