λεχώ: Difference between revisions

97 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λεχώ:''' -όος, συνηρ. λεχοῦς, ἡ ([[λέχος]]), [[λεχώνα]], [[γυναίκα]] που [[μόλις]] έχει γεννήσει, Λατ. [[puerpera]], σε Ευρ.
|lsmtext='''λεχώ:''' -όος, συνηρ. λεχοῦς, ἡ ([[λέχος]]), [[λεχώνα]], [[γυναίκα]] που [[μόλις]] έχει γεννήσει, Λατ. [[puerpera]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λεχώ:''' οῦς ἡ [[λέγω]] 1] родильница Eur., Arph.
}}
}}