λόγιος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λόγιος:''' -α, -ον ([[λόγος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[επιτήδειος]] σε διηγήματα ή [[ιστορία]], ([[λόγος]] I<b>V</b>)· ως ουσ., [[χρονογράφος]], [[χρονικογράφος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[πεπαιδευμένος]], [[πολυμαθής]], [[εγγράμματος]], σε Αριστ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[έμπειρος]] στους λόγους, [[εύγλωττος]], σε Ευρ., Πλούτ.
|lsmtext='''λόγιος:''' -α, -ον ([[λόγος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[επιτήδειος]] σε διηγήματα ή [[ιστορία]], ([[λόγος]] I<b>V</b>)· ως ουσ., [[χρονογράφος]], [[χρονικογράφος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[πεπαιδευμένος]], [[πολυμαθής]], [[εγγράμματος]], σε Αριστ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[έμπειρος]] στους λόγους, [[εύγλωττος]], σε Ευρ., Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''λόγιος:''' <b class="num">1)</b> сведущий, ученый (περὶ τὴν ὅλην φύσιν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> красноречивый ([[Ἑρμῆς]] Luc.; [[ἀνήρ]] NT).<br /><b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> ученый (Περσέων οἱ λόγιοι Her.);<br /><b class="num">2)</b> прозаик, (λόγιοι καὶ ἀοιδοί Pind.).
}}
}}