3,277,309
edits
(23) |
(5) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ια, -ιο (AM [[λόγιος]], -ία, -ιον) [[λόγος]]<br />[[πεπαιδευμένος]], πνευματικά καλλιεργημένος, μορφωμένος, [[πολυμαθής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (και ως ουσ.) [[άνθρωπος]] τών γραμμάτων<br /><b>2.</b> ο [[σχετικός]] με τα γράμματα και τον λόγο («[[λόγια]] [[παράδοση]]» — η [[παράδοση]] που βασίζεται σε γραπτές [[κυρίως]] μαρτυρίες ανθρώπων τών γραμμάτων, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη λαϊκή [[παράδοση]])<br /><b>3.</b> (στον υπερθ.) <i>λογιώτατος</i> και [[λογιότατος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) [[προσηγορία]] τών μορφωμένων επί τουρκοκρατίας<br />β) (εμπαικτικά) [[σχολαστικός]] [[οπαδός]] της καθαρεύουσας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που χαρακτηρίζεται από [[ευφράδεια]], [[εύγλωττος]] («ἅπαντας μὲν γὰρ λογίους ἐποίησε τοὺς μαθητὰς Ἀριστοτέλης», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ικανός]], ο [[έμπειρος]] στις διηγήσεις ή ιστορίες («καὶ λογίοις καὶ ἀοιδοῑς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[χρονογράφος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον επικό ποιητή<br /><b>3.</b> [[μαντικός]], [[χρησμοδοτικός]] («Ἀπόλλωνος [[δῶμα]] [[λόγιον]]», <b>επιγρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λογίως</i> (AM λογίως)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με αρχαΐζοντα τρόπο, αρχαιοπρεπώς<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />εύγλωττα, με [[ευφράδεια]]. | |mltxt=-ια, -ιο (AM [[λόγιος]], -ία, -ιον) [[λόγος]]<br />[[πεπαιδευμένος]], πνευματικά καλλιεργημένος, μορφωμένος, [[πολυμαθής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (και ως ουσ.) [[άνθρωπος]] τών γραμμάτων<br /><b>2.</b> ο [[σχετικός]] με τα γράμματα και τον λόγο («[[λόγια]] [[παράδοση]]» — η [[παράδοση]] που βασίζεται σε γραπτές [[κυρίως]] μαρτυρίες ανθρώπων τών γραμμάτων, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη λαϊκή [[παράδοση]])<br /><b>3.</b> (στον υπερθ.) <i>λογιώτατος</i> και [[λογιότατος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) [[προσηγορία]] τών μορφωμένων επί τουρκοκρατίας<br />β) (εμπαικτικά) [[σχολαστικός]] [[οπαδός]] της καθαρεύουσας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που χαρακτηρίζεται από [[ευφράδεια]], [[εύγλωττος]] («ἅπαντας μὲν γὰρ λογίους ἐποίησε τοὺς μαθητὰς Ἀριστοτέλης», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ικανός]], ο [[έμπειρος]] στις διηγήσεις ή ιστορίες («καὶ λογίοις καὶ ἀοιδοῑς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[χρονογράφος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον επικό ποιητή<br /><b>3.</b> [[μαντικός]], [[χρησμοδοτικός]] («Ἀπόλλωνος [[δῶμα]] [[λόγιον]]», <b>επιγρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λογίως</i> (AM λογίως)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με αρχαΐζοντα τρόπο, αρχαιοπρεπώς<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />εύγλωττα, με [[ευφράδεια]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λόγιος:''' -α, -ον ([[λόγος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[επιτήδειος]] σε διηγήματα ή [[ιστορία]], ([[λόγος]] I<b>V</b>)· ως ουσ., [[χρονογράφος]], [[χρονικογράφος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[πεπαιδευμένος]], [[πολυμαθής]], [[εγγράμματος]], σε Αριστ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[έμπειρος]] στους λόγους, [[εύγλωττος]], σε Ευρ., Πλούτ. | |||
}} | }} |