3,274,216
edits
(5) |
(3) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λόγος:''' ὁ ([[λέγω]] Γ) (Α), [[έναρθρος]] [[λόγος]] ή λέξεις με τις οποίες εκφράζεται η εσώτερη [[σκέψη]], Λατ. [[oratio]]· (<b>Β)</b> ο [[ίδιος]] ο [[ενδιάθετος]] [[λόγος]], η [[ίδια]] η ενδόμυχη [[σκέψη]], Λατ. [[ratio]].<br /><b class="num">Α.</b> Λατ. [[vox]], [[oratio]], αυτό που λέγεται ή συζητείται·<br /><b class="num">I.</b> [[λέξη]], στον πληθ., λέξεις, δηλ. [[ομιλία]], [[λόγος]], [[γλώσσα]], σε Όμηρ., κ.λπ.· λόγου [[ἕνεκα]], Λατ. [[dicis]] [[causa]], [[απλώς]], [[χάριν]] λόγου, [[χάριν]] ομιλίας, σε Πλάτ.· <i>λόγῳ</i>, με [[πρόφαση]], αντίθ. προς το <i>ἔργῳ</i>([[πράγματι]], στην [[πραγματικότητα]]), σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[λόγος]], [[ισχυρισμός]], σε Θουκ.· [[χρησμός]], σε Πίνδ., Πλάτ.· [[λόγος]], [[απόφθεγμα]], [[παροιμία]], σε Πίνδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[διαβεβαίωση]], [[υπόσχεση]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[απόφαση]], <i>κοινῷ λόγῳ</i>, [[κοινή]] συναινέσει, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> όρος, [[προϋπόθεση]], <i>ἐπὶ λόγῳ τοιῷδε</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> [[διαταγή]], [[εντολή]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[ομιλία]], [[συνδιάλεξη]], εἰς λόγους [[ἐλθεῖν]], [[συνελθεῖν]], [[ἀφικέσθαι]] τινί, σε Ηρόδ., Αττ.· λόγου [[μεῖζον]], <i>κρεῖσσον</i>, πέρα από τα [[λόγια]], σε Ηρόδ., Θουκ.· <i>λόγου ἄξιον</i>, αξιοσημείωτο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[δικαίωμα]] λόγου, [[άδεια]] να μιλήσει [[κάποιος]], <i>λόγον αἰτεῖσθαι</i>, σε Θουκ.· <i>διδόναι λόγον</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[ομιλία]], [[λόγος]] για κάποιον, [[φήμη]], Λατ. [[fama]], [[λόγος]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[λόγος]] [[ἐστί]], [[λόγος]] [[ἔχει]], <i>κατέχει</i>, <i>φέρεται</i>, με αιτ. και απαρ. έτσι έχει η [[φήμη]], έτσι διαδίδεται, φημολογείται, Λατ. [[fama]] fert, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">4.</b> [[λόγος]], [[ομιλία]], [[γλώσσα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">IV. 1.</b> [[λόγος]], [[διήγηση]], [[ιστορία]], αντίθ. προς τον απλό μύθο ([[μῦθος]]), και την κανονική [[ιστορία]] ([[ἱστορία]]), σε Ηρόδ., Θουκ., κ.λπ.· [[έπειτα]], [[πλαστή]] [[διήγηση]], [[ιστορία]], [[μύθος]], όπως αυτοί του Αισώπου, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[διήγηση]], και στον πληθ., ιστορίες, διηγήσεις, σε Ηρόδ.· στον ενικ., [[μέρος]] ή [[τμήμα]] παρόμοιου συγγράμματος, στον ίδ.<br /><b class="num">V.</b> γενικά, [[πεζός]] [[λόγος]], [[πεζογραφία]], σε Ξεν., κ.λπ.<br /><b class="num">VI.</b>[[ρητορικός]] [[λόγος]], [[ρητορεία]], σε Ρήτ.<br /><b class="num">VII.</b> όπως το [[ῥῆμα]], [[πράγμα]] για το οποίο γίνεται [[λόγος]], [[υποκείμενο]] ή [[υπόθεση]] <i>λόγου</i>, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">VIII.</b> αυτό που δηλώνεται, [[πρόταση]], [[θέση]], [[αρχή]], σε Πλάτ.· επίσης = [[ὁρισμός]], [[ορισμός]], στον ίδ. <b>Β. I. 1.</b> Λατ. [[ratio]], [[σκέψη]], [[συλλογισμός]], οὐκ [[ἔχει]] λόγον, δεν επιδέχεται [[λογική]], [[σκέψη]], σε Σοφ.· <i>ὀρθὸςλόγος</i>, σε Πλάτ.· ὡς [[ἔχει]] λόγον = ὡς ἔοικεν, σε Δημ.· <i>κατὰ λόγον</i>, σύμφωνα με τη [[λογική]], λογικά, σε Πλάτ.· [[μετὰ]] λόγου, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[γνώμη]], [[προσδοκία]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[λόγος]], [[δικαιολογία]], [[ισχυρισμός]], [[πρόφαση]], σε Σοφ., κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> ὁ [[λόγος]] αἱρέει, με αιτ. και απαρ., είναι [[λογικό]] ότι..., Λατ. [[ratio]] evincit, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[λογισμός]], [[θεωρία]], [[εκτίμηση]], <i>λόγον βροτῶν οὐκ ἔσχεν οὐδένα</i>, σε Αισχύλ.· <i>Μαρδονίου λόγου οὐδεὶς γίγνεται</i>, σε Ηρόδ.· λόγου οὐδενὸς [[γενέσθαι]], θεωρούμαι ως [[ανάξιος]] λόγου, στον ίδ.· <i>λόγου ποιεῖσθαί τινα</i> ή <i>τι</i>, [[θεωρώ]] κάποιον ή [[κάτι]] άξιο λόγου, στον ίδ.· ομοίως, <i>ἐν οὐδενὶ λόγῳ ποιεῖσθαι</i>, στον ίδ.· ἐν ἀνδρὸς λόγῳ [[εἶναι]], λογίζεται ως [[άνδρας]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[λογαριασμός]], [[λογοδοσία]], <i>λόγον διδόναι τινός</i>, [[δίνω]] λογαριασμό για [[κάτι]], στον ίδ., Αττ.· ομοίως, <i>λόγον παρέχειν</i>, σε Πλάτ.· λόγον λαμβάνειν [[παρά]] τινος, σε Δημ.· <i>λόγον ἀπαιτεῖν</i>, στον ίδ.· <i>λόγον ὑπέχειν</i>, σε Πλάτ., Δημ., κ.λπ.· <i>λόγον ἐγγράφειν</i>, σε Δημ., κ.λπ.· <i>λόγον ἀποφέρειν</i>, σε Αισχίν.· πρβλ. [[λογιστής]].<br /><b class="num">III.</b> η προσήκουσα [[σχέση]], [[συμμετρία]], [[αναλογία]], <i>κατὰλόγον τινός</i> ή <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Αττ. <b>Γ.</b> <i>Ὁ Λόγος</i>, κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη και τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, περιλαμβάνει και τις [[δύο]] [[παραπάνω]] σημασίες, Λόγου και Σκέψης, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''λόγος:''' ὁ ([[λέγω]] Γ) (Α), [[έναρθρος]] [[λόγος]] ή λέξεις με τις οποίες εκφράζεται η εσώτερη [[σκέψη]], Λατ. [[oratio]]· (<b>Β)</b> ο [[ίδιος]] ο [[ενδιάθετος]] [[λόγος]], η [[ίδια]] η ενδόμυχη [[σκέψη]], Λατ. [[ratio]].<br /><b class="num">Α.</b> Λατ. [[vox]], [[oratio]], αυτό που λέγεται ή συζητείται·<br /><b class="num">I.</b> [[λέξη]], στον πληθ., λέξεις, δηλ. [[ομιλία]], [[λόγος]], [[γλώσσα]], σε Όμηρ., κ.λπ.· λόγου [[ἕνεκα]], Λατ. [[dicis]] [[causa]], [[απλώς]], [[χάριν]] λόγου, [[χάριν]] ομιλίας, σε Πλάτ.· <i>λόγῳ</i>, με [[πρόφαση]], αντίθ. προς το <i>ἔργῳ</i>([[πράγματι]], στην [[πραγματικότητα]]), σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[λόγος]], [[ισχυρισμός]], σε Θουκ.· [[χρησμός]], σε Πίνδ., Πλάτ.· [[λόγος]], [[απόφθεγμα]], [[παροιμία]], σε Πίνδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[διαβεβαίωση]], [[υπόσχεση]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[απόφαση]], <i>κοινῷ λόγῳ</i>, [[κοινή]] συναινέσει, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> όρος, [[προϋπόθεση]], <i>ἐπὶ λόγῳ τοιῷδε</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> [[διαταγή]], [[εντολή]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[ομιλία]], [[συνδιάλεξη]], εἰς λόγους [[ἐλθεῖν]], [[συνελθεῖν]], [[ἀφικέσθαι]] τινί, σε Ηρόδ., Αττ.· λόγου [[μεῖζον]], <i>κρεῖσσον</i>, πέρα από τα [[λόγια]], σε Ηρόδ., Θουκ.· <i>λόγου ἄξιον</i>, αξιοσημείωτο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[δικαίωμα]] λόγου, [[άδεια]] να μιλήσει [[κάποιος]], <i>λόγον αἰτεῖσθαι</i>, σε Θουκ.· <i>διδόναι λόγον</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[ομιλία]], [[λόγος]] για κάποιον, [[φήμη]], Λατ. [[fama]], [[λόγος]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[λόγος]] [[ἐστί]], [[λόγος]] [[ἔχει]], <i>κατέχει</i>, <i>φέρεται</i>, με αιτ. και απαρ. έτσι έχει η [[φήμη]], έτσι διαδίδεται, φημολογείται, Λατ. [[fama]] fert, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">4.</b> [[λόγος]], [[ομιλία]], [[γλώσσα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">IV. 1.</b> [[λόγος]], [[διήγηση]], [[ιστορία]], αντίθ. προς τον απλό μύθο ([[μῦθος]]), και την κανονική [[ιστορία]] ([[ἱστορία]]), σε Ηρόδ., Θουκ., κ.λπ.· [[έπειτα]], [[πλαστή]] [[διήγηση]], [[ιστορία]], [[μύθος]], όπως αυτοί του Αισώπου, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[διήγηση]], και στον πληθ., ιστορίες, διηγήσεις, σε Ηρόδ.· στον ενικ., [[μέρος]] ή [[τμήμα]] παρόμοιου συγγράμματος, στον ίδ.<br /><b class="num">V.</b> γενικά, [[πεζός]] [[λόγος]], [[πεζογραφία]], σε Ξεν., κ.λπ.<br /><b class="num">VI.</b>[[ρητορικός]] [[λόγος]], [[ρητορεία]], σε Ρήτ.<br /><b class="num">VII.</b> όπως το [[ῥῆμα]], [[πράγμα]] για το οποίο γίνεται [[λόγος]], [[υποκείμενο]] ή [[υπόθεση]] <i>λόγου</i>, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">VIII.</b> αυτό που δηλώνεται, [[πρόταση]], [[θέση]], [[αρχή]], σε Πλάτ.· επίσης = [[ὁρισμός]], [[ορισμός]], στον ίδ. <b>Β. I. 1.</b> Λατ. [[ratio]], [[σκέψη]], [[συλλογισμός]], οὐκ [[ἔχει]] λόγον, δεν επιδέχεται [[λογική]], [[σκέψη]], σε Σοφ.· <i>ὀρθὸςλόγος</i>, σε Πλάτ.· ὡς [[ἔχει]] λόγον = ὡς ἔοικεν, σε Δημ.· <i>κατὰ λόγον</i>, σύμφωνα με τη [[λογική]], λογικά, σε Πλάτ.· [[μετὰ]] λόγου, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[γνώμη]], [[προσδοκία]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[λόγος]], [[δικαιολογία]], [[ισχυρισμός]], [[πρόφαση]], σε Σοφ., κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> ὁ [[λόγος]] αἱρέει, με αιτ. και απαρ., είναι [[λογικό]] ότι..., Λατ. [[ratio]] evincit, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[λογισμός]], [[θεωρία]], [[εκτίμηση]], <i>λόγον βροτῶν οὐκ ἔσχεν οὐδένα</i>, σε Αισχύλ.· <i>Μαρδονίου λόγου οὐδεὶς γίγνεται</i>, σε Ηρόδ.· λόγου οὐδενὸς [[γενέσθαι]], θεωρούμαι ως [[ανάξιος]] λόγου, στον ίδ.· <i>λόγου ποιεῖσθαί τινα</i> ή <i>τι</i>, [[θεωρώ]] κάποιον ή [[κάτι]] άξιο λόγου, στον ίδ.· ομοίως, <i>ἐν οὐδενὶ λόγῳ ποιεῖσθαι</i>, στον ίδ.· ἐν ἀνδρὸς λόγῳ [[εἶναι]], λογίζεται ως [[άνδρας]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[λογαριασμός]], [[λογοδοσία]], <i>λόγον διδόναι τινός</i>, [[δίνω]] λογαριασμό για [[κάτι]], στον ίδ., Αττ.· ομοίως, <i>λόγον παρέχειν</i>, σε Πλάτ.· λόγον λαμβάνειν [[παρά]] τινος, σε Δημ.· <i>λόγον ἀπαιτεῖν</i>, στον ίδ.· <i>λόγον ὑπέχειν</i>, σε Πλάτ., Δημ., κ.λπ.· <i>λόγον ἐγγράφειν</i>, σε Δημ., κ.λπ.· <i>λόγον ἀποφέρειν</i>, σε Αισχίν.· πρβλ. [[λογιστής]].<br /><b class="num">III.</b> η προσήκουσα [[σχέση]], [[συμμετρία]], [[αναλογία]], <i>κατὰλόγον τινός</i> ή <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Αττ. <b>Γ.</b> <i>Ὁ Λόγος</i>, κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη και τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, περιλαμβάνει και τις [[δύο]] [[παραπάνω]] σημασίες, Λόγου και Σκέψης, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λόγος:''' ὁ (часто pl.)<br /><b class="num">1)</b> слово, речь (ἔργῳ καὶ λόγῳ Aesch.): λόγου [[μείζων]] Her. или [[κρείσσων]] Thuc. невыразимый, неописуемый; λόγον προσφέρειν τινί Her. обратиться к кому-л.; ὡς [[εἰπεῖν]] λόγῳ Her. так сказать; λόγου [[ἕνεκα]] Plat. (только) к слову, к примеру (не всерьез); λέγειν ἑνὶ λόγῳ Plat. или ἁπλῷ λόγῳ Aesch. (одним) словом; (περὶ) οὗ ὁ λ. Plat. о чем (и) идет речь;<br /><b class="num">2)</b> сказанное, упомянутое: καὶ [[παράδειγμα]] [[τόδε]] τοῦ λόγου [[ἐστί]] Thuc. доказательством же сказанного является следующее;<br /><b class="num">3)</b> лог. положение, суждение, формулировка (λ. [[ὁριστικός]] Arst.): [[ἐξελεγκτέος]] [[οὗτος]] ὁ λ. [[ἡμῖν]] ἐστιν Plat. это положение мы должны опровергнуть;<br /><b class="num">4)</b> филос. определение (ψυχῆς [[οὐσία]] καὶ λ. Plat.): τὰ [[πρῶτα]] στοιχεῖα λόγον οὐκ [[ἔχει]] Plat. первоначала не поддаются определению;<br /><b class="num">5)</b> выражение, изречение, поговорка: θεοὺς τοὺς τῆς ἁλούσης πόλεως ἐκλείπειν λ. (sc. ἐστίν) Aesch. говорят, что завоеванный город боги покидают;<br /><b class="num">6)</b> вещее слово, предсказание, прорицание: δρυὸς λόγοι μαντικοί Plat. вещие слова дуба, т. е. Додонского оракула; πρὸς λόγον τοῦ σήματος Aesch. как предвещает знамение;<br /><b class="num">7)</b> решение, постановление: κοινῷ λόγῳ Her. единогласно;<br /><b class="num">8)</b> право решать, законодательная власть: ἐπὶ τῷ πλήθει λ. (sc. ἐστίν) Soph. власть принадлежит (народным) массам;<br /><b class="num">9)</b> приказание, повеление (πατρός Aesch.);<br /><b class="num">10)</b> предложение, условие (ἐνδεξαμένου τὸν λόγον Πεισιστράτου Her.): ἐπὶ λόγῳ τοιῷδε [[τάδε]] [[ὑπίσχομαι]] Her. я обещаю это со следующим условием;<br /><b class="num">11)</b> слово, обещание: [[λόγος]] λέγειν [[μόνον]] Dem. давать одни обещания;<br /><b class="num">12)</b> повод, предлог: ἐκ σμικροῦ λόγου Soph. под ничтожным предлогом;<br /><b class="num">13)</b> довод, доказательство (λόγοις τισὶ πεῖσαί τινα Xen.);<br /><b class="num">14)</b> упоминание: λόγου ἄξιον [[οὐδέν]] Her. ничего заслуживающего внимания, т. е. немного, незначительно;<br /><b class="num">15)</b> слава, слух ([[ἵνα]] λ. σε ἔχῃ [[ἀγαθός]] Her.): λ. [[ἐστί]], κατέχει или φέρεται Thuc., Xen. etc. идет слух, ходит молва;<br /><b class="num">16)</b> весть, известие (λ., ὃς ἐμπέπτωκεν [[ἐμοί]] Soph.);<br /><b class="num">17)</b> разговор, беседа: εἰς λόγους [[ἐλθεῖν]], [[συνελθεῖν]], [[ἰέναι]] или [[ἀφικέσθαι]] τινί Her. etc. вступить в разговор (беседовать) с кем-л.; ἐν λόγοις εἶναι Her. и διὰ λόγων [[ἰέναι]] τινί Eur. вести беседу с кем-л.; τοὺς λόγους ποιεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους Plat. беседовать друг с другом;<br /><b class="num">18)</b> переговоры (λόγους ποιεῖσθαι περί τινος Dem.);<br /><b class="num">19)</b> рассказ, повествование, предание (Αἰγύπτιοι λόγοι Her.; ἄκουε λόγου, ὃν σὺ ἡγήσει μῦθον Plat.);<br /><b class="num">20)</b> сказка, басня (οἱ τοῦ Αἰσώπου λόγοι Plat.): ὁ τοῦ κυνὸς λ. Xen. басня о собаке;<br /><b class="num">21)</b> прозаическое произведение, проза (ἐν λόγῳ καὶ ἐν ᾠδαῖς Xen.): οἱ λόγοι Anth. литературные занятия, литература;<br /><b class="num">22)</b> раздел сочинения, глава, книга (ἐν τῷ [[πρόσθεν]] или [[ἔμπροσθεν]] λόγῳ Xen.);<br /><b class="num">23)</b> право говорить, слово (αἰτεῖσθαι λόγον Thuc.): λόγου τυγχάνειν Dem.; получить слово;<br /><b class="num">24)</b> ораторское выступление, речь: σύγκειται ἐκ τριῶν ὁ λ. Arst. речь складывается из трех (элементов);<br /><b class="num">25)</b> предмет обсуждения, вопрос, тема (περὶ λόγου τινὸς διαλέγεσθαι Plat.): [[ἄλλος]] λ. Plat. (это) другой вопрос; ἐὰν πρὸς λόγον τι ᾖ Plat. если это относится к делу; τοῦ λόγου μετέχειν Her. быть замешанным в деле; τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιεῖν Plat. представлять дурное хорошим;<br /><b class="num">26)</b> разумение, разум (τῷ λόγῳ ἕπεσθαι Plat.): ὁ ὀρθὸς или ἐοικὼς λ. Plat. здравый ум; ἔχειν λόγον Plat. соответствовать требованиям разума, быть разумным;<br /><b class="num">27)</b> (разумное) основание: κατὰ [[τίνα]] λόγον; Plat. на каком основании?;<br /><b class="num">28)</b> мнение, усмотрение: ὅ τί μιν ὁ λ. αἱρέει Her. как ему заблагорассудится; τῷ ἐκείνων λόγῳ Her. по их мнению;<br /><b class="num">29)</b> предположение: ἐπὶ [[τῷδε]] τῷ λόγῳ Her. в расчете на то; παρὰ λόγον Plat. против ожидания;<br /><b class="num">30)</b> значение, вес (λόγῳ ἐν [[σμικρῷ]] εἶναι Plat.): λόγου οὐδενὸς [[γενέσθαι]] πρός τινος Her. быть в полном презрении у кого-л.; ἐν οὐδενὶ λόγῳ ποιεῖσθαί τινα Her. ни во что не ставить кого-л.;<br /><b class="num">31)</b> (со)отношение, соответствие: ἀνὰ τὸν αὐτὸν λόγον Plat. в том же соотношении; κατὰ λόγον τινός Her., Xen.; в соответствии с чем-л.; ἐς Her. и πρὸς λόγον τινός Aesch. относительно чего-л., в связи с чем-л.;<br /><b class="num">32)</b> отчет, объяснение (λόγον ἑαυτῷ [[διδόναι]] περί τινος Her.): λόγον [[δοῦναι]] καὶ δέξασθαι Plat. давать и получать объяснения;<br /><b class="num">33)</b> счет, исчисление: τὸ κατὰ λόγον Men. по (общему) счету, в итоге;<br /><b class="num">34)</b> число, группа, категория: ἐν συμμάχων λόγῳ εἶναι Her. считаться союзниками; ἐν ἀνδραπόδων λόγῳ ποιεῖσθαι Her. держать на положении рабов; ἐς [[τούτου]] (sc. τοῦ γήραος) λόγον οὐ πολλοὶ ἀπικνέονται Her. до такой старости доживают немногие. | |||
}} | }} |