μεθύω: Difference between revisions

695 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεθύω:''' ([[μέθυ]]), μόνο σε ενεστ. και παρατ.· Ενεργ. μέλ. και ο αόρ. ανήκουν στο [[μεθύσκω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[μεθώ]] με [[κρασί]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· [[μεθύω]] ὑπὸ τοῦ οἴνου, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., λέγεται για πράγματα, <i>βοείη μεθύουσα ἀλοιφῇ</i>, βοϊδοτόμαρο μουσκεμένο σε [[λάδι]], [[λίπος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, είμαι μεθυσμένος ή δηλητηριασμένος, κατακυριευμένος από [[πάθος]], [[υπερηφάνεια]], κ.λπ., σε Ξεν., Πλάτ.
|lsmtext='''μεθύω:''' ([[μέθυ]]), μόνο σε ενεστ. και παρατ.· Ενεργ. μέλ. και ο αόρ. ανήκουν στο [[μεθύσκω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[μεθώ]] με [[κρασί]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· [[μεθύω]] ὑπὸ τοῦ οἴνου, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., λέγεται για πράγματα, <i>βοείη μεθύουσα ἀλοιφῇ</i>, βοϊδοτόμαρο μουσκεμένο σε [[λάδι]], [[λίπος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, είμαι μεθυσμένος ή δηλητηριασμένος, κατακυριευμένος από [[πάθος]], [[υπερηφάνεια]], κ.λπ., σε Ξεν., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεθύω:''' (только praes. и impf.)<br /><b class="num">1)</b> быть пьяным, быть в опьянении (ὑπὸ τοῦ οἴνου Xen.; ἐκ τῆς μέθης Diod.; перен. [[ὑπό]] τῆς Ἀφροδίτης Xen.; τοῦ ἀκράτου τῆς ἐλευθερίας Plat.; τῷ μεγέθει τῶν πεπραγμένων Dem.);<br /><b class="num">2)</b> быть смоченным, пропитанным (ἀλοιφῇ Hom.; ὄμβροισι Anth.): πληγαῖς μεθύων Theocr. ошеломленный ударами;<br /><b class="num">3)</b> перен. упиваться (ἑκ τοῦ αἵματος NT).
}}
}}