Anonymous

μεθύω: Difference between revisions

From LSJ
814 bytes added ,  30 December 2018
5
(24)
(5)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑM [[μεθύω]], Μ και μεθυῶ) [[μέθυ]]<br />[[είμαι]] μεθυσμένος, βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] μέθης<br /><b>μσν.</b><br />[[κάνω]] κάποιον να μεθύσει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] ποτισμένος με [[κάτι]] («μεθύων ἐλαίῳ [[λύχνος]]», Βάβρ.)<br /><b>2.</b> κατέχομαι από κάποιο [[πάθος]] («μεθύετε τῷ μεγέθει τῆς ἐξουσίας», Δίον. Αλ.)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] ναρκωμένος από [[κάτι]], βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] αποχαύνωσης<br /><b>4.</b> (το έναρθρο απρμφ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ μεθύειν</i><br />το [[μεθύσι]], η [[μέθη]].
|mltxt=(ΑM [[μεθύω]], Μ και μεθυῶ) [[μέθυ]]<br />[[είμαι]] μεθυσμένος, βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] μέθης<br /><b>μσν.</b><br />[[κάνω]] κάποιον να μεθύσει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] ποτισμένος με [[κάτι]] («μεθύων ἐλαίῳ [[λύχνος]]», Βάβρ.)<br /><b>2.</b> κατέχομαι από κάποιο [[πάθος]] («μεθύετε τῷ μεγέθει τῆς ἐξουσίας», Δίον. Αλ.)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] ναρκωμένος από [[κάτι]], βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] αποχαύνωσης<br /><b>4.</b> (το έναρθρο απρμφ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ μεθύειν</i><br />το [[μεθύσι]], η [[μέθη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεθύω:''' ([[μέθυ]]), μόνο σε ενεστ. και παρατ.· Ενεργ. μέλ. και ο αόρ. ανήκουν στο [[μεθύσκω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[μεθώ]] με [[κρασί]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· [[μεθύω]] ὑπὸ τοῦ οἴνου, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., λέγεται για πράγματα, <i>βοείη μεθύουσα ἀλοιφῇ</i>, βοϊδοτόμαρο μουσκεμένο σε [[λάδι]], [[λίπος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, είμαι μεθυσμένος ή δηλητηριασμένος, κατακυριευμένος από [[πάθος]], [[υπερηφάνεια]], κ.λπ., σε Ξεν., Πλάτ.
}}
}}