μεθοδεύω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεθοδεύω:''' ([[μέθοδος]]), μέλ. <i>-σω</i>, [[εξαπατώ]] μεθοδικά, [[χρησιμοποιώ]] δόλια τεχνάσματα, σε Π.Δ. (Εβδομήκοντα).
|lsmtext='''μεθοδεύω:''' ([[μέθοδος]]), μέλ. <i>-σω</i>, [[εξαπατώ]] μεθοδικά, [[χρησιμοποιώ]] δόλια τεχνάσματα, σε Π.Δ. (Εβδομήκοντα).
}}
{{elru
|elrutext='''μεθοδεύω:''' <b class="num">1)</b> выслеживать, прослеживать, разыскивать (τὴν ἀλήθεικν ἐκ τῆς ἐμπειρίας Diod.): [[πῶς]] μεθοδεύεται; Diod. как (к этому) подойти?;<br /><b class="num">2)</b> med. перехитрить Dem., Polyb.
}}
}}