Anonymous

μεθοδεύω: Difference between revisions

From LSJ
5
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑM [[μεθοδεύω]]) [[μέθοδος]]<br />[[κάνω]] [[κάτι]] με μέθοδο, [[εκτελώ]] [[κάτι]] με [[σύστημα]] και με [[τέχνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[οργανώνω]] συστηματικά και εκ του αφανούς [[κάτι]] επιδιώκοντας ορισμένο σκοπό, [[κατευθύνω]], [[σκηνοθετώ]] («μεθοδεύουν φιλοτουρκική [[λύση]] του κυπριακού»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>μεθοδευμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />οργανωμένος μεθοδικά εκ του αφανούς από κάποιον με ορισμένο σκοπό («επρόκειτο για μεθοδευμένη [[ενέργεια]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[υποδεικνύω]] τη μέθοδο για [[κάτι]], [[δίνω]] οδηγίες<br /><b>2.</b> [[μελετώ]] καλά, [[αξιολογώ]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με αριθμ. [[πρόβλημα]]) [[υπολογίζω]], [[επιλύω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταχειρίζομαι]] τεχνάσματα, [[μηχανεύομαι]], [[εξαπατώ]] («γυνὴ μεθοδεύεται ἐπαίνοις», Ιουστιν.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>μεθοδεύομαι</i><br />θεραπεύομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εισπράττω]] φόρους<br /><b>2.</b> [[αποκρούω]] ή [[απομακρύνω]] μεθοδικά<br /><b>3.</b> [[κυβερνώ]]<br /><b>4.</b> [[εκφράζω]] με [[λόγια]]<br /><b>5.</b> [[διαστρεβλώνω]] [[λόγια]].
|mltxt=(ΑM [[μεθοδεύω]]) [[μέθοδος]]<br />[[κάνω]] [[κάτι]] με μέθοδο, [[εκτελώ]] [[κάτι]] με [[σύστημα]] και με [[τέχνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[οργανώνω]] συστηματικά και εκ του αφανούς [[κάτι]] επιδιώκοντας ορισμένο σκοπό, [[κατευθύνω]], [[σκηνοθετώ]] («μεθοδεύουν φιλοτουρκική [[λύση]] του κυπριακού»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>μεθοδευμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />οργανωμένος μεθοδικά εκ του αφανούς από κάποιον με ορισμένο σκοπό («επρόκειτο για μεθοδευμένη [[ενέργεια]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[υποδεικνύω]] τη μέθοδο για [[κάτι]], [[δίνω]] οδηγίες<br /><b>2.</b> [[μελετώ]] καλά, [[αξιολογώ]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με αριθμ. [[πρόβλημα]]) [[υπολογίζω]], [[επιλύω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταχειρίζομαι]] τεχνάσματα, [[μηχανεύομαι]], [[εξαπατώ]] («γυνὴ μεθοδεύεται ἐπαίνοις», Ιουστιν.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>μεθοδεύομαι</i><br />θεραπεύομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εισπράττω]] φόρους<br /><b>2.</b> [[αποκρούω]] ή [[απομακρύνω]] μεθοδικά<br /><b>3.</b> [[κυβερνώ]]<br /><b>4.</b> [[εκφράζω]] με [[λόγια]]<br /><b>5.</b> [[διαστρεβλώνω]] [[λόγια]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεθοδεύω:''' ([[μέθοδος]]), μέλ. <i>-σω</i>, [[εξαπατώ]] μεθοδικά, [[χρησιμοποιώ]] δόλια τεχνάσματα, σε Π.Δ. (Εβδομήκοντα).
}}
}}