μεθημερινός: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεθημερῐνός:''' -ή, -όν ([[ἡμέρα]]), αυτός που συμβαίνει κατά τη [[διάρκεια]] της ημέρας, σε Ξεν., Δημ.
|lsmtext='''μεθημερῐνός:''' -ή, -όν ([[ἡμέρα]]), αυτός που συμβαίνει κατά τη [[διάρκεια]] της ημέρας, σε Ξεν., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεθημερῐνός:''' <b class="num">1)</b> дневной ([[φῶς]] Plat.; φάσματα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> совершающийся днем (γάμοι Dem.).
}}
}}