3,277,286
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεθημερῐνός:''' -ή, -όν ([[ἡμέρα]]), αυτός που συμβαίνει κατά τη [[διάρκεια]] της ημέρας, σε Ξεν., Δημ. | |lsmtext='''μεθημερῐνός:''' -ή, -όν ([[ἡμέρα]]), αυτός που συμβαίνει κατά τη [[διάρκεια]] της ημέρας, σε Ξεν., Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεθημερῐνός:''' <b class="num">1)</b> дневной ([[φῶς]] Plat.; φάσματα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> совершающийся днем (γάμοι Dem.). | |||
}} | }} |