μεθημερινός
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
μεθημερινή, μεθημερινόν, (ἡμέρα)
A by day, φῶς Pl.Ti.45c; φυλακαί X.Lac. 12.2; μ. γάμοι prostitution in open daylight, D.18.129, cf. Ph.1.155; τὸ μεθημερινόν (sc. μέρος) Pl.Sph.220d.
2 of fevers, remittent quotidian, Gal. 17(1).221.
German (Pape)
[Seite 112] ή, όν, was bei Tage geschieht, im Gegensatz von νυκτηρινόν, Plat. Soph. 220, l; Sp. wie Plut.; – γάμοι, täglich, Dem. 18, 129; vgl. Lob. zu Phryn. p. 54; Cic. ad Her. 4, 34.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 de jour, qui se fait pendant le jour;
2 qui se fait en plein jour.
Étymologie: μετά, ἡμέρα.
Russian (Dvoretsky)
μεθημερῐνός:
1 дневной (φῶς Plat.; φάσματα Plut.);
2 совершающийся днем (γάμοι Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
μεθημερῐνός: -ή, -όν, (ἡμέρα) ὁ καθ’ (ἢ μεθ’) ἡμέραν, ὁ συμβαίνων ἢ γινόμενος ἐν καιρῷ ἡμέρας, Λατ. diurnus, φῶς Πλάτ. Τίμ. 45C· φυλακαὶ Ξεν. Λακ. 12, 2· μ. γάμοι, πορνικῶς γενόμενοι ἐν καιρῷ τῆς ἡμέρας, Δημ. 270. 10, ἔνθα ἴδε Reisk., πρβλ. Φίλωνα 1. 155· - τὸ μεθημερινόν, ὡς ἐπίρρ. ἐν ἡμέρᾳ, Πλάτ. Σοφ. 220D.
Greek Monolingual
μεθημερινός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κατά τη διάρκεια της ημέρας («μεθημεριναὶ φυλακαί», Ξεν.)
2. (για πυρετό) ο διαλείπων κάθε μέρα, αυτός που επισυμβαίνει μέρα παρά μέρα
3. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ μεθημερινόν
κατά τη διάρκεια της ημέρας, την ημέρα
4. φρ. «μεθημερινοὶ γάμοι» — αναίσχυντες αφροδισιακές απολαύσεις που επισυμβαίνουν κατά τη διάρκεια της ημέρας, όχι νυκτερινές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἡμερινός (< ἦμαρ)].
Greek Monotonic
μεθημερῐνός: -ή, -όν (ἡμέρα), αυτός που συμβαίνει κατά τη διάρκεια της ημέρας, σε Ξεν., Δημ.
Middle Liddell
μεθ-ημερῐνός, ή, όν ἡμέρα
happening by day, in open day, Xen., Dem.