3,277,002
edits
(24) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελλητικός]], -ή, -όν (Α) [[μελλητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τάση]] να καθυστερεί, [[βραδύς]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μελλητικόν</i><br />[[καρτερία]], [[υπομονή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μελλητικῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> με ενδοιασμό, με δισταγμό<br /><b>2.</b> στο [[μέλλον]]. | |mltxt=[[μελλητικός]], -ή, -όν (Α) [[μελλητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τάση]] να καθυστερεί, [[βραδύς]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μελλητικόν</i><br />[[καρτερία]], [[υπομονή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μελλητικῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> με ενδοιασμό, με δισταγμό<br /><b>2.</b> στο [[μέλλον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελλητικός:''' медлительный, нерешительный Arst. | |||
}} | }} |