Anonymous

μελλητικός: Difference between revisions

From LSJ
3
(24)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελλητικός]], -ή, -όν (Α) [[μελλητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τάση]] να καθυστερεί, [[βραδύς]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μελλητικόν</i><br />[[καρτερία]], [[υπομονή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μελλητικῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> με ενδοιασμό, με δισταγμό<br /><b>2.</b> στο [[μέλλον]].
|mltxt=[[μελλητικός]], -ή, -όν (Α) [[μελλητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τάση]] να καθυστερεί, [[βραδύς]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μελλητικόν</i><br />[[καρτερία]], [[υπομονή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μελλητικῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> με ενδοιασμό, με δισταγμό<br /><b>2.</b> στο [[μέλλον]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελλητικός:''' медлительный, нерешительный Arst.
}}
}}