μεταπλάσσω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταπλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. -πλάσω [ᾰ], [[πλάθω]] με διαφορετικό τρόπο, [[αναδημιουργώ]], σε Πλάτ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ανθ.
|lsmtext='''μεταπλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. -πλάσω [ᾰ], [[πλάθω]] με διαφορετικό τρόπο, [[αναδημιουργώ]], σε Πλάτ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταπλάσσω:''' атт. [[μεταπλάττω]] тж. med. преображать, переделывать, превращать (τι εἴς τι Plat.).
}}
}}