3,277,121
edits
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεταπλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. -πλάσω [ᾰ], [[πλάθω]] με διαφορετικό τρόπο, [[αναδημιουργώ]], σε Πλάτ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ανθ. | |lsmtext='''μεταπλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. -πλάσω [ᾰ], [[πλάθω]] με διαφορετικό τρόπο, [[αναδημιουργώ]], σε Πλάτ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεταπλάσσω:''' атт. [[μεταπλάττω]] тж. med. преображать, переделывать, превращать (τι εἴς τι Plat.). | |||
}} | }} |