μετωπίδιος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετωπίδιος:''' -ον ([[μέτωπον]]), αυτός που βρίσκεται στο [[μέτωπο]], σε Ανθ.
|lsmtext='''μετωπίδιος:''' -ον ([[μέτωπον]]), αυτός που βρίσκεται στο [[μέτωπο]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετωπίδιος:''' (πῐ) набрасываемый на лоб, лобный ([[πλέγμα]] Anth.).
}}
}}