Anonymous

μετωπίδιος: Difference between revisions

From LSJ
5
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετωπίδιος]], -ία, -ον (Α)<br />[[μετωπιαίος]], [[μετωπικός]], του μετώπου («[[μετωπίδιος]] [[ἱδρώς]]», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτωπον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίδιος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πτερ</i>-[[ίδιος]], <i>ωμ</i>-[[ίδιος]])].
|mltxt=[[μετωπίδιος]], -ία, -ον (Α)<br />[[μετωπιαίος]], [[μετωπικός]], του μετώπου («[[μετωπίδιος]] [[ἱδρώς]]», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτωπον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίδιος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πτερ</i>-[[ίδιος]], <i>ωμ</i>-[[ίδιος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μετωπίδιος:''' -ον ([[μέτωπον]]), αυτός που βρίσκεται στο [[μέτωπο]], σε Ανθ.
}}
}}