3,274,921
edits
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μονόχηλος:''' ([[χηλή]]), Δωρ. -χαλος, -ον, αυτός που έχει μια μόνο [[χηλή]], [[οπλή]], σε Ευρ. | |lsmtext='''μονόχηλος:''' ([[χηλή]]), Δωρ. -χαλος, -ον, αυτός που έχει μια μόνο [[χηλή]], [[οπλή]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μονόχηλος:''' дор. [[μονόχαλος|μονόχᾱλος]] 2 однокопытный: μονόχαλα σφυρά Eur. (конские) копыта. | |||
}} | }} |