Anonymous

μονόχηλος: Difference between revisions

From LSJ
5
(25)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονόχηλος]], -ον δωρ. μονόχαλος)<br />(για ζώα) αυτός που έχει μία μόνο [[χηλή]] ή [[οπλή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χηλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χηλή]] «[[οπλή]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μακρό</i>-<i>χηλος</i>, <i>πολύ</i>-<i>χηλος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονόχηλος]], -ον δωρ. μονόχαλος)<br />(για ζώα) αυτός που έχει μία μόνο [[χηλή]] ή [[οπλή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χηλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χηλή]] «[[οπλή]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μακρό</i>-<i>χηλος</i>, <i>πολύ</i>-<i>χηλος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μονόχηλος:''' ([[χηλή]]), Δωρ. -χαλος, -ον, αυτός που έχει μια μόνο [[χηλή]], [[οπλή]], σε Ευρ.
}}
}}