3,274,216
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεήλᾰτος:''' -ον ([[νέος]], [[ἐλαύνω]] III), αυτός που έχει ζυμωθεί πρόσφατα· <i>νεήλατα</i>, <i>τά</i>, φρεσκοζυμωμένες πίτες, σε Δημ. | |lsmtext='''νεήλᾰτος:''' -ον ([[νέος]], [[ἐλαύνω]] III), αυτός που έχει ζυμωθεί πρόσφατα· <i>νεήλατα</i>, <i>τά</i>, φρεσκοζυμωμένες πίτες, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεήλᾰτος:''' (о тесте) только что приготовленный: (τὰ) νεήλατα Dem. свежие пироги. | |||
}} | }} |