νεήλατος: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεήλᾰτος:''' -ον ([[νέος]], [[ἐλαύνω]] III), αυτός που έχει ζυμωθεί πρόσφατα· <i>νεήλατα</i>, <i>τά</i>, φρεσκοζυμωμένες πίτες, σε Δημ.
|lsmtext='''νεήλᾰτος:''' -ον ([[νέος]], [[ἐλαύνω]] III), αυτός που έχει ζυμωθεί πρόσφατα· <i>νεήλατα</i>, <i>τά</i>, φρεσκοζυμωμένες πίτες, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεήλᾰτος:''' (о тесте) только что приготовленный: (τὰ) νεήλατα Dem. свежие пироги.
}}
}}