Anonymous

νεήλατος: Difference between revisions

From LSJ
5
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεήλατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[νεοτευχής]]», αυτός που έχει κατασκευαστεί πρόσφατα<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ νεήλατα</i> (ενν. <i>ἄλφιτα</i>)<br />α) άλευρα αλεσμένα πρόσφατα<br />β) [[είδος]] πλακουντίων από νεοαλεσμένα άλευρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήλατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), <b>πρβλ.</b> [[ευήλατος]], <i>ψυχρ</i>-<i>ήλατος</i>. Το -<i>η</i>- του τ. ([[αντί]] -[[έλατος]]) οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
|mltxt=[[νεήλατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[νεοτευχής]]», αυτός που έχει κατασκευαστεί πρόσφατα<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ νεήλατα</i> (ενν. <i>ἄλφιτα</i>)<br />α) άλευρα αλεσμένα πρόσφατα<br />β) [[είδος]] πλακουντίων από νεοαλεσμένα άλευρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήλατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), <b>πρβλ.</b> [[ευήλατος]], <i>ψυχρ</i>-<i>ήλατος</i>. Το -<i>η</i>- του τ. ([[αντί]] -[[έλατος]]) οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεήλᾰτος:''' -ον ([[νέος]], [[ἐλαύνω]] III), αυτός που έχει ζυμωθεί πρόσφατα· <i>νεήλατα</i>, <i>τά</i>, φρεσκοζυμωμένες πίτες, σε Δημ.
}}
}}