νέορτος: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νέορτος:''' -ον ([[ὄρνυμι]]), αυτός που [[μόλις]] εμφανίστηκε, [[νέος]], [[πρόσφατος]], λέγεται για πρόσ. και πράγμ., σε Σοφ.
|lsmtext='''νέορτος:''' -ον ([[ὄρνυμι]]), αυτός που [[μόλις]] εμφανίστηκε, [[νέος]], [[πρόσφατος]], λέγεται για πρόσ. και πράγμ., σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''νέορτος:''' <b class="num">II</b> adj. f новобрачная ([[νύμφα]] Soph.).<br />вновь происшедший: τί δ᾽ ἔστιν νέορτον αὖ; Soph. что случилось нового?
}}
}}