3,277,020
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νέορτος:''' -ον ([[ὄρνυμι]]), αυτός που [[μόλις]] εμφανίστηκε, [[νέος]], [[πρόσφατος]], λέγεται για πρόσ. και πράγμ., σε Σοφ. | |lsmtext='''νέορτος:''' -ον ([[ὄρνυμι]]), αυτός που [[μόλις]] εμφανίστηκε, [[νέος]], [[πρόσφατος]], λέγεται για πρόσ. και πράγμ., σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νέορτος:''' <b class="num">II</b> adj. f новобрачная ([[νύμφα]] Soph.).<br />вновь происшедший: τί δ᾽ ἔστιν νέορτον αὖ; Soph. что случилось нового? | |||
}} | }} |