ξεναπάτης: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ξενᾰπάτης:''' -ου, ὁ, ποιητ. ξειν- ([[ἀπατάω]]), αυτός που εξαπατά ξένους ή αυτός που εξαπατά τον φιλοξενούμενό του, σε Ευρ.
|lsmtext='''ξενᾰπάτης:''' -ου, ὁ, ποιητ. ξειν- ([[ἀπατάω]]), αυτός που εξαπατά ξένους ή αυτός που εξαπατά τον φιλοξενούμενό του, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ξενᾰπάτης:''' дор. ξενᾰπάτᾱς, ион. [[ξειναπάτης|ξεινᾰπάτης]], ου (πᾰ) adj. m<br /><b class="num">1)</b> обманывающий чужеземцев Pind.;<br /><b class="num">2)</b> обманывающий гостя, нарушитель законов гостеприимства ([[ψεύδορκος]] καὶ ξ. Eur.).
}}
}}