νέοικος: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νέοικος:''' -ον, πρόσφατα χτισμένος, [[νεόκτιστος]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''νέοικος:''' -ον, πρόσφατα χτισμένος, [[νεόκτιστος]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''νέοικος:''' недавно установленный, вновь построенный ([[ἕδρα]] Pind.).
}}
}}