Anonymous

νέοικος: Difference between revisions

From LSJ
5
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νέοικος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που απέκτησε [[κατοικία]] πρόσφατα, ο [[νέος]] [[κάτοικος]] ή ο [[νέος]] [[πολίτης]]<br /><b>2.</b> αυτός που οικοδομήθηκε πρόσφατα, [[νεόκτιστος]], [[νεόδμητος]] («καὶ ὅν πατέρ' Ἄκρων 'ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οἶκος]].
|mltxt=[[νέοικος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που απέκτησε [[κατοικία]] πρόσφατα, ο [[νέος]] [[κάτοικος]] ή ο [[νέος]] [[πολίτης]]<br /><b>2.</b> αυτός που οικοδομήθηκε πρόσφατα, [[νεόκτιστος]], [[νεόδμητος]] («καὶ ὅν πατέρ' Ἄκρων 'ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οἶκος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νέοικος:''' -ον, πρόσφατα χτισμένος, [[νεόκτιστος]], σε Πίνδ.
}}
}}