ὀζόστομος: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀζόστομος:''' -ον ([[ὄζω]], [[στόμα]]), αυτός που έχει δυσάρεστη [[αναπνοή]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ὀζόστομος:''' -ον ([[ὄζω]], [[στόμα]]), αυτός που έχει δυσάρεστη [[αναπνοή]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀζόστομος:''' с дурным запахом изо рта, со зловонным дыханием Anth.
}}
}}