Anonymous

ὀζόστομος: Difference between revisions

From LSJ
5
(28)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀζόστομος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δυσώδη [[αναπνοή]], που αποπνέει [[κακοσμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὄζω</i> «[[αναδίδω]] δυσάρεστη [[οσμή]]» <span style="color: red;">+</span> -[[στόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]])].
|mltxt=[[ὀζόστομος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δυσώδη [[αναπνοή]], που αποπνέει [[κακοσμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὄζω</i> «[[αναδίδω]] δυσάρεστη [[οσμή]]» <span style="color: red;">+</span> -[[στόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀζόστομος:''' -ον ([[ὄζω]], [[στόμα]]), αυτός που έχει δυσάρεστη [[αναπνοή]], σε Ανθ.
}}
}}