νύχευμα: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νύχευμα:''' [ῠ], -ατος, τό, νυχτερινή [[σκοπιά]], Λατ. [[pervigilium]], σε Ευρ.
|lsmtext='''νύχευμα:''' [ῠ], -ατος, τό, νυχτερινή [[σκοπιά]], Λατ. [[pervigilium]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''νύχευμα:''' ατος (ῠ) τό ночное бдение, бессонная ночь Eur.
}}
}}