Anonymous

νύχευμα: Difference between revisions

From LSJ
5
(27)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νύχευμα]], τὸ (Α) [[νυχεύω]]<br />[[διανυκτέρευση]], αγρύπνια.
|mltxt=[[νύχευμα]], τὸ (Α) [[νυχεύω]]<br />[[διανυκτέρευση]], αγρύπνια.
}}
{{lsm
|lsmtext='''νύχευμα:''' [ῠ], -ατος, τό, νυχτερινή [[σκοπιά]], Λατ. [[pervigilium]], σε Ευρ.
}}
}}