3,274,216
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀκτάρριζος:''' -ον ([[ῥίζα]]), αυτός που έχει [[οκτώ]] ρίζες· λέγεται για κέρατα αρσενικού ελαφιού, που διακλαδώνονται σε [[οκτώ]] άκρες, σε Ανθ. | |lsmtext='''ὀκτάρριζος:''' -ον ([[ῥίζα]]), αυτός που έχει [[οκτώ]] ρίζες· λέγεται για κέρατα αρσενικού ελαφιού, που διακλαδώνονται σε [[οκτώ]] άκρες, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀκτάρριζος:''' имеющий восемь ветвей, восьмиконечный: ὀκτάρριζα μετώπων φράγματα (sc. τῆς ἐλάφου) Anth. восьмиконечное оружие на лбу (о рогах оленя). | |||
}} | }} |