ὀκτάρριζος: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀκτάρριζος:''' -ον ([[ῥίζα]]), αυτός που έχει [[οκτώ]] ρίζες· λέγεται για κέρατα αρσενικού ελαφιού, που διακλαδώνονται σε [[οκτώ]] άκρες, σε Ανθ.
|lsmtext='''ὀκτάρριζος:''' -ον ([[ῥίζα]]), αυτός που έχει [[οκτώ]] ρίζες· λέγεται για κέρατα αρσενικού ελαφιού, που διακλαδώνονται σε [[οκτώ]] άκρες, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀκτάρριζος:''' имеющий восемь ветвей, восьмиконечный: ὀκτάρριζα μετώπων φράγματα (sc. τῆς ἐλάφου) Anth. восьмиконечное оружие на лбу (о рогах оленя).
}}
}}