Anonymous

ὀκτάρριζος: Difference between revisions

From LSJ
5
(28)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀκτάρριζος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[οκτώ]] ρίζες<br /><b>2.</b> (για τα κλαδωτά κέρατα της ελάφου) αυτός που έχει [[οκτώ]] αιχμηρά [[άκρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]]), <b>πρβλ.</b> <i>τετρά</i>-<i>ρριζος</i>].
|mltxt=[[ὀκτάρριζος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[οκτώ]] ρίζες<br /><b>2.</b> (για τα κλαδωτά κέρατα της ελάφου) αυτός που έχει [[οκτώ]] αιχμηρά [[άκρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]]), <b>πρβλ.</b> <i>τετρά</i>-<i>ρριζος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀκτάρριζος:''' -ον ([[ῥίζα]]), αυτός που έχει [[οκτώ]] ρίζες· λέγεται για κέρατα αρσενικού ελαφιού, που διακλαδώνονται σε [[οκτώ]] άκρες, σε Ανθ.
}}
}}