3,274,313
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεόγᾰμος:''' -ον, αυτός που παντρεύτηκε πρόσφατα, [[νεαρός]] ή νεαρή [[σύζυγος]], σε Ηρόδ.· [[νεόγαμος]] [[νύμφη]], [[κόρη]], σε Αισχύλ., Ευρ. | |lsmtext='''νεόγᾰμος:''' -ον, αυτός που παντρεύτηκε πρόσφατα, [[νεαρός]] ή νεαρή [[σύζυγος]], σε Ηρόδ.· [[νεόγαμος]] [[νύμφη]], [[κόρη]], σε Αισχύλ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεόγᾰμος:''' <b class="num">1)</b> только что сочетавшийся браком, новобрачный ([[νύμφη]] Aesch.; [[κόρη]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> (о браке) недавно заключенный (λέκτρα Eur.). | |||
}} | }} |