Anonymous

νεόγαμος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεόγᾰμος:''' -ον, αυτός που παντρεύτηκε πρόσφατα, [[νεαρός]] ή νεαρή [[σύζυγος]], σε Ηρόδ.· [[νεόγαμος]] [[νύμφη]], [[κόρη]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''νεόγᾰμος:''' -ον, αυτός που παντρεύτηκε πρόσφατα, [[νεαρός]] ή νεαρή [[σύζυγος]], σε Ηρόδ.· [[νεόγαμος]] [[νύμφη]], [[κόρη]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεόγᾰμος:''' <b class="num">1)</b> только что сочетавшийся браком, новобрачный ([[νύμφη]] Aesch.; [[κόρη]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> (о браке) недавно заключенный (λέκτρα Eur.).
}}
}}